- παπάρι
- το(στην αργκό)1. η βάλανος τού πέους και κατ' επέκτ. το πέος2. συν. στον πληθ. τα παπάριαοι όρχεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek